- πρόσνευση
- η / πρόσνευσις, -εύσεως, ΝΑ [προσνεύω]συγκατάθεση που εκφράζεται με κίνηση τού κεφαλιού προς τα κάτωαρχ.αστρον. α) (για πλανήτη) προσέγγισηβ) (για σώμα που πέφτει) ροπή ή κατεύθυνση προς τα κάτωγ) στον πληθ. αἱ προσνεύσειςκλίσεις, ροπές.
Dictionary of Greek. 2013.